- εὔθερμος
- εὔθερμος, ον,A very warm, Hp. Nat. Puer.24 ([comp] Comp., nisi leg. ἔνθ-).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εύθερμος — εὔθερμος, ον (Α) πολύ θερμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θερμός] … Dictionary of Greek
εὐθερμοτέρη — εὔθερμος very warm fem nom/voc comp sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθερμότερα — εὔθερμος very warm neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμός — Είδος δοχείου που αποσκοπεί στη διατήρηση της θερμοκρασίας των τροφών ή των υγρών που περιέχει. Αποτελείται από ένα γυάλινο δοχείο με διπλά τοιχώματα, ανάμεσα στα οποία δημιουργείται κενό αέρα, και από ένα προστατευτικό κάλυμμα που το περιβάλλει … Dictionary of Greek